υπόσπονδος
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόσπονδος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.)
αρχ.
φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» — δίνω [ή μεταφέρω] τους νεκρούς για ενταφιασμό μετά από ανακωχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά-σπονδος].