υστερικός

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑστερικός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υστερία («υστερική κρίση»)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υστερία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα («ὑστερικὸς ὑμήν», Αριστοτ.)
2. (για γυναίκα) αυτός που πάσχει στη μήτρα, που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», Αριστοτ.)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑστερικά
οι πόνοι της μήτρας.
επίρρ...
υστερικώς / ὑστερικῶς ΝΑ, και υστερικά Ν
κατά τρόπο υστερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα». Για την επιστημον. σημ. της λ. βλ. λ. υστερία].