υστεροβουλία

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

η / ὑστεροβουλία, ΝΑ
νεοελλ.
σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια
αρχ.
1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία
μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -βουλία (< -βουλος < βουλή), πρβλ. κακοβουλία].