υφαρμόζω

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑφαρμόττω Α ἁρμόζω
1. προσαρμόζω κάτι κάτω από κάτι άλλο·2. συνενώνω κάτι με κάτι άλλο («ὡς ὑφαρμόσειε τῇ μασχάλῃ», Ιπποκρ.).