ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
-ον, ΜΑαυτός που τρέχει ψηλά («ὑψίδρομος Φαέθων», Γρηγ. Ναζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δρόμος (πρβλ. τανύδρομος)].