ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
-ον, Α1. αυτός που στρέφει προς τα πάνω τα μάτια του2. μτφ. αυθάδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλόφθαλμος)].