υψηλόφθαλμος

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που στρέφει προς τα πάνω τα μάτια του
2. μτφ. αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλόφθαλμος)].