υψηλόφθαλμος

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που στρέφει προς τα πάνω τα μάτια του
2. μτφ. αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλόφθαλμος)].