ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
-ον, Α1. αυτός που στρέφει προς τα πάνω τα μάτια του2. μτφ. αυθάδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλόφθαλμος)].