υψιβίας

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

και ιων. τ. ὑψιβίης, ὁ, Α
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βίας (< βία), πρβλ. ευρυβίας].