αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
-ον, Α
αυτός που ρίχνει κεραυνούς από ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κεραυνός (πρβλ. ἀρχικέραυνος)].