φάρα

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

η, Ν
1. γένος, σόι
2. μτφ. (σκωπτικά) άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια χαμηλής ηθικής στάθμης κοινωνική ομάδα («ανήκουν στην ίδια φάρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. fara «σπόρος, γένος», ενώ, κατ' άλλους, από κουτσοβλάχικο fară «γένος», γερμ. προέλευσης].