φαγγρί

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source

Greek Monolingual

ή φαγκρί, το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τεσσάρων ειδών εδώδιμων περκόμορφων ψαριών του γένους pagrus, συγγενικών με τον σαργό, το λυθρίνι, τη συναγρίδα, την τσιπούρα κ.ά. της οικογένειας σπαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φάγρος, μέσω ενός υποκορ. φαγρίον].