φαγκότο

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179

Greek Monolingual

και παλ. γρφ
φαγκόττο, το, Ν
μουσ. σημαντικό μουσικό όργανο, τενόρο και μπάσο, της οικογένειας τών ορχηστρικών ξύλινων πνευστών, γνωστό και με τη λόγια ονομασία βαρύαυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fagotto με αρχική σημ. «δεμάτι, δέσμη» < προβηγκιακό fagot].