φαιόχρους
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
-ουν, Ν
φαιόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χρους (< χρώς, -τός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. λευκό-χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό Όμηρος].