φαλίπτει

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαλίπτει Medium diacritics: φαλίπτει Low diacritics: φαλίπτει Capitals: ΦΑΛΙΠΤΕΙ
Transliteration A: phalíptei Transliteration B: phaliptei Transliteration C: faliptei Beta Code: fali/ptei

English (LSJ)

μωραίνει, Hsch. φαλίσσομαι, (φαλός) Pass., to be white, Id. φάλκη, ἡ, bat, Id.; also = ὁ τῆς κόμης αὐχμός, Id.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «μωραίνει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλός «μωρός». Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί φαλίττει].