φαλακρότητα
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
Greek Monolingual
η / φαλακρότης, -ητος, ΝΜΑ φαλακρός
έλλειψη τριχών από την κεφαλή, φαλάκρα
αρχ.
1. στιλπνότητα
2. μτφ. (για γη) έλλειψη βλάστησης.