φαρμακοκάπηλος

From LSJ

Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(παλ. όρος) φαρμακέμπορος που παραβαίνει τους νόμους οι οποίοι ισχύουν σχετικά με το εμπόριο φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιοκάπηλος)].