φασματοσκόπιο

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(φυσ.-τεχνολ.) όργανο, συχνά φορητό, με το οποίο μπορεί να παρατηρηθεί το φάσμα μιας οπτικής ακτινοβολίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. spectroscope < λατ. spectrum «φάσμα» + -scope < -σκόπιο). Η λ., στον λόγιο τ. φασματοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].