φαυλισμός

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαυλισμός Medium diacritics: φαυλισμός Low diacritics: φαυλισμός Capitals: ΦΑΥΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: phaulismós Transliteration B: phaulismos Transliteration C: favlismos Beta Code: faulismo/s

English (LSJ)

ὁ, = φαύλισμα (disparagement, contempt), LXX Is. 51.7, al.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Geringschätzung, Verachtung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαυλισμός: ὁ, ἐξευτελισμός, καταφρόνησις, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΝΑ΄, 7, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ φαυλίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φαυλίζω.