φεγγαροπρόσωπος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει πρόσωπο στρογγυλό και φωτεινό σαν το φεγγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + -πρόσωπος (< πρόσωπο), πρβλ. αγγελοπρόσωπος.