λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(see also: φειδωλός) frugally, stingily
φειδωλῶς: бережливо, на небольшие средства (τεθραμμένος Plat.).