φειδώνειος

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδώνειος Medium diacritics: φειδώνειος Low diacritics: φειδώνειος Capitals: ΦΕΙΔΩΝΕΙΟΣ
Transliteration A: pheidṓneios Transliteration B: pheidōneios Transliteration C: feidoneios Beta Code: feidw/neios

English (LSJ)

v. Φείδων.

Greek Monolingual

-εία, -ον, και φειδώνιος, -ία, -ον, Α Φείδων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φείδωνα, βασιλιά του Άργους («Φειδωνείῳ μέτρῳ», Θεόφρ.).