δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
[Seite 1261] ὁ, = φαινόλης, zw.
Α(κατά το λεξ. Σούδα) βλ. φαινόλης.