φιλοτησία

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

German (Pape)

[Seite 1287] ἡ, s. Folgds.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. ευχετική πρόποση σε φίλο συμπότη
2. συνεκδ. ποτό που προσφέρεται για την πρόποση αυτή
3. φρ. «κύλιξ φιλοτησία» — κύλικας για πρόποση (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. φιλοτήσιος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτησία: ἡ (sc. πόσις) здравица, заздравный тост: λαβεῖν τὴν φιλοτησίαν Arph. принять (предложенный) заздравный кубок; φιλοτησίαν (φιλοτησίας) προπίνειν Dem., Luc. пить за здравие; φιλοτησίαν παρέχειν Luc. предложить заздравный тост.