φινετσάτος

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει φινέτσα, φίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φινέτσα + κατάλ. -άτος (πρβλ. σταράτος)].