φιντανάκι
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
και φυντανάκι, το, Ν φιντάνι
(υποκορ. τ.)
1. μικρός βλαστός, φιντάνι
2. μτφ. ο μικρός στην ηλικία, πολύ νεαρός, πρωτόβγαλτος.