φιόγκος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας ή κορδονιού σε σχήμα πεταλούδας
2. (κατ' επέκτ.) το δεμένο με τον τρόπο αυτό αντικείμενο
3. μτφ. (για πρόσ.) τζιτζιφιόγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiocco «νιφάδα, τολύπη μαλλιού, κόμπος γραβάτας»].