Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
φοβήτωρ: ὁ, ὁ φοβῶν, Νικ. Χων. ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τόμ. Α΄, σ. 85.
-ορος, ὁ, Μ
αυτός που προξενεί φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + κατάλ. -τωρ (πρβλ. κτήτωρ, φρουρήτωρ)].