φορμαλιστικός

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν φορμαλιστής
1. αυτός που διαπνέεται ή χαρακτηρίζεται από φορμαλισμό
2. φρ. «φορμαλιστικός ιδεαλισμός»
(φιλοσ.) άλλη ονομασία του υπερβατικού ιδεαλισμού.
επίρρ...
φορμαλιστικά Ν
με φορμαλιστικό τρόπο ή από την άποψη του φορμαλισμού.