φούντο

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

το, και φούντος, ο, Ν
1. βυθός, πυθμένας, πάτος
2. φρ. «πάει φούντο»
μτφ. απέτυχε τελείως, ναυάγησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μσν. φοῦντος < λατ. fundus «βυθός, πυθμένας»].