φούντο
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
το, και φούντος, ο, Ν
1. βυθός, πυθμένας, πάτος
2. φρ. «πάει φούντο»
μτφ. απέτυχε τελείως, ναυάγησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μσν. φοῦντος < λατ. fundus «βυθός, πυθμένας»].