Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
το, Ν
1. τεχνολ. πέδη, τροχοπέδη
2. μτφ. καθετί που ανακόπτει την κίνηση, την ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. frein < λατ. frenum «χαλινάρι»].