φραγκόκοτα

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών ορνιθόμορφων πτηνών της οικογένειας numididae, που απαντούν κυρίως στην Αφρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο- (βλ. λ. φράγκος) + κότα].