Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυλλίδιο

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

το, Ν φύλλο
βοτ. καθένα από τα λεπιοειδή ατροφικά φύλλα που προστατεύουν τα νεαρά αναπτυσσόμενα κύρια φύλλα, καθώς και το μερίστωμα στους οφθαλμούς τών φυτών, αλλ. κατάφυλλο.