φωνάκλα

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

η, Ν
δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μεγεθ. κατάλ. -άκλα (πρβλ. χεράκλα)].