φωναχτός

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν φωνάζω
1. αυτός που λέγεται μεγαλόφωνα
2. μτφ. αυτός που τά λέει όλα, αποκαλυπτικός.
επίρρ...
φωναχτά Ν
με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα.