φωνολογία

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. γλωσσ. κλάδος της γλωσσικής επιστήμης που μελετά και ταξινομεί τους απλούς φθόγγους μιας γλώσσας από την άποψη της λειτουργίας τους, δηλαδή τους εξετάζει ως φωνήματα
2. φρ. α) «λειτουργική φωνολογία»
γλωσσ. μέρος της φωνολογίας που ασχολείται με τον λειτουργικό χαρακτήρα με τη λειτουργική αξία τών φωνημάτων
β) «διαχρονική φωνολογία»
γλωσσ. μέρος της φωνολογίας που εξετάζει τις μεταβολές τών φωνημάτων σε ορισμένη διαδοχή συγχρονιών και ασχολείται με την εξέλιξη τών φωνολογικών συστημάτων, δηλαδή με τις επερχόμενες σε αυτά μεταβολές και τα αίτια της δημιουργίας τους στον χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonology < φωνή + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Σ. Α. Κουμανούδη].