φωνούλα

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79

Greek Monolingual

η, Ν
1. υποκορ. σιγανή φωνή, φωνίτσα
2. (θωπευτικά) γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατούλα)].