φωτοχυσία

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

German (Pape)

[Seite 1324] ἡ, Erguß des Lichtes, Überfluß des Lichtes, Dion. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

φωτοχῠσία: ἡ, (χέω) ὡς καὶ νῦν, πλήμμυρα φωτός, Διονυσ. Ἀρεοπ. Ἐπιστ. 5, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
πλημμύρα φωτός, φωταψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -χυσία (< -χυτης < χέω)].