φύκι

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

το / φύκιον, ΝΜΑ, και φυκίον Α φῡκος
το φύκος (α. «την αρμυρή τους μυρωδιά γύρω σκορπούν τα φύκια», Γρυπ.
β. «ἡ σηπία ἐντίκτει περὶ τὰ φυκία», Αριστοτ.)
αρχ.
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φυκία, θαλάσσια ζῷα ἤ ὁ ἀφρὸς παρὰ τὸ φύω
λέγεται δὲ καὶ τὰ βρύα φυκία καὶ φυκίς».