φύκι

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

Greek Monolingual

το / φύκιον, ΝΜΑ, και φυκίον Α φῡκος
το φύκος (α. «την αρμυρή τους μυρωδιά γύρω σκορπούν τα φύκια», Γρυπ.
β. «ἡ σηπία ἐντίκτει περὶ τὰ φυκία», Αριστοτ.)
αρχ.
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φυκία, θαλάσσια ζῷα ἤ ὁ ἀφρὸς παρὰ τὸ φύω
λέγεται δὲ καὶ τὰ βρύα φυκία καὶ φυκίς».