φύτρο

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. το φυτικό έμβρυο, το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση νάρκης μέσα στο ώριμο σπέρμα τών σπερματοφύτων πριν από τη βλάστηση, κν. φύτρα
2. γέννημα, προϊόν («έρωτα αδικοκριτή φύτρο καταραμένον», Ερωτόκρ.)
3. μτφ. βλαστάρι, τέκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ- του φύω + επίθημα -τρο].