χαιρετώ

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source

Greek Monolingual

-άω, Ν
1. χαιρετίζω, απευθύνω χαιρετισμό σε κάποιον («να χαιρετάς την κλεφτουριά»)
2. φρ. «χαιρέτα μου τον πλάτανο»
α) λες ανοησίες ή ασυναρτησίες
β) λέγεται σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης τών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. εχαιρέτισα του ρ. χαιρετίζω, κατά το σχήμα ετίμησα: τιμώ, ετόλμησα: τολμώ].