χαμαικυπάρισσος

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαικῠπάρισσος Medium diacritics: χαμαικυπάρισσος Low diacritics: χαμαικυπάρισσος Capitals: ΧΑΜΑΙΚΥΠΑΡΙΣΣΟΣ
Transliteration A: chamaikypárissos Transliteration B: chamaikyparissos Transliteration C: chamaikyparissos Beta Code: xamaikupa/rissos

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ, lavender cotton, cotton lavender, lavender-cotton, Santolina chamaecyparissus, Santolina incana, Poet. de herb.106, Plin.HN24.136.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαικῠπάρισσος: ἡ, ἡ χαμηλὴ κυπάρισσος, Ποιητὴς περὶ τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 106, πρβλ. Νικ. Θηρ. 910. Plin. N. H. 24. 15.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + κυπάρισσος. Ως όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chamaecyparis].

German (Pape)

ἡ, die Erdzypresse, Sp.