χαμαικυπάρισσος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ, lavender cotton, cotton lavender, lavender-cotton, Santolina chamaecyparissus, Santolina incana, Poet. de herb.106, Plin.HN24.136.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαικῠπάρισσος: ἡ, ἡ χαμηλὴ κυπάρισσος, Ποιητὴς περὶ τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 106, πρβλ. Νικ. Θηρ. 910. Plin. N. H. 24. 15.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + κυπάρισσος. Ως όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chamaecyparis].
German (Pape)
ἡ, die Erdzypresse, Sp.