χαριτοπρόσωπος

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον ἐπίχαρι, πλῆρες χαρίτων, Μανασσ. Χρον. 522.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -η, Μ
χαριτόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. γυναικοπρόσωπος.