χαριτοπρόσωπος
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριτοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον ἐπίχαρι, πλῆρες χαρίτων, Μανασσ. Χρον. 522.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και -η, Μ
χαριτόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. γυναικοπρόσωπος.