χαρτοδέτης
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
ο, Ν
ο ειδικός στη χαρτοδέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + δέτης (< δένω), πρβλ. βιβλιοδέτης.