ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
το, Ν1. το να περνά κανείς τον καιρό του χωρίς να εργάζεται2. (ειδικότερα) απώλεια εργάσιμου χρόνου3. χρονοτριβή, καθυστέρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. χασο- (< θ. χασ- του αορ. του ρ. χάνω + συνδετικό φωνήεν -ο-) + μέρα.