χειροδικία

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να τιμωρεί κανείς με τα ίδια του τα χέρια αυτόν που τον αδίκησε
2. το να δέρνει κανείς έναν άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χειροδίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].