χειροκίνητος
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
(για εργαλεία και μηχανήματα ή μεταφορικά μέσα) αυτός που κινείται με την δύναμη τών χεριών (α. «χειροκίνητη αντλία» β. «χειροκίνητο αμάξι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -κίνητος (< κινητός < κινώ), πρβλ. μηχανο-κίνητος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].