χειρομάντης

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. χειρομάντισσα, Ν
αυτός που ασκεί χειρομαντεία, που προλέγει το μέλλον κάποιου παρατηρώντας τις γραμμές της παλάμης του χεριού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μάντης].