χειρόβολον
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
τό, handful, bundle, Tz.ad Lyc.34 (χερο- cod.).
German (Pape)
[Seite 1345] τό, eine Handvoll, ein Bündel, Tzetz. zu Lyc. 34.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόβολον: τό, ὅσον χωρεῖ ἡ χείρ, μικρὸν δεμάτιον, ἀμάλη λέγεται τὸ χειρόβολον τῶν σταχύων Τζέτζ. εἰς Λυκόφρονα 34, κλπ.